- κρασπεδιτης
- κρασπεδίτηςκρασ-πεδίτης-ου (ῑ) ὅ краспедит (крайний сзади участник хора, в отличие от корифея, стоящего впереди)
(τὸν κρασπεδίτην τῷ κορυφαίῳ συνήκοον ἔχειν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸν κρασπεδίτην τῷ κορυφαίῳ συνήκοον ἔχειν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρασπεδίτης — κρασπεδίτης, ὁ (Α) [κράσπεδον] ο τελευταίος τού χορού, σε αντιδιαστολή με τον κορυφαίο … Dictionary of Greek
κρασπεδίτην — κρασπεδίτης hindmost person in a chorus masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)